- δουλοπάροικοι
- Αγροτική κοινωνική τάξη που διαμορφώθηκε κυρίως την περίοδο του Μεσαίωνα. Από τον 4o αι. μ.Χ. και ύστερα, με την επιδείνωση της πολιτικής και οικονομικής κρίσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι αγρολήπτες και αγρομισθωτοί, δηλαδή οι ελεύθεροι μισθωτοί των αγρών, δεσμεύτηκαν με νόμο στα εδάφη που καλλιεργούσαν και υποβιβάστηκαν έτσι σε μια κατάσταση παρόμοια με αυτήν των δούλων, η οποία ονομάστηκε δουλοπαροικία. Σύμφωνα με τον νόμο, ο ιδιοκτήτης του κτήματος δεν μπορούσε ούτε να τους διώξει ούτε να τους απελευθερώσει, αλλά ούτε και οι ίδιοι μπορούσαν να εγκαταλείψουν το κτήμα. Οι δ. διέφεραν από τους δούλους γιατί δικαιούνταν να συνάψουν μόνιμους γάμους και να έχουν δική τους περιουσία (δεν είχαν όμως πλήρη δικαιώματα διάθεσής της). Στους ξεπεσμένους αγρολήπτες προστέθηκαν, για να συγκροτηθεί η τάξη των δ., χειραφετημένοι δούλοι και αιχμάλωτοι πολέμου, συχνά από βαρβαρικές χώρες. Η φεουδαρχία, οι οικονομικές βάσεις της οποίας ήταν ουσιαστικά αγροτικές, ευνόησε τη διαιώνιση αυτού του είδους δουλείας. Ωστόσο, κατά τα τέλη του 10ου αι., υπό την επίδραση της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης των πόλεων, καθώς και των νέων σταθερών σχέσεων μεταξύ της αγροτικής οικονομίας και των άλλων παραγωγικών και εμπορικών δραστηριοτήτων, άρχισαν να εκδηλώνονται δραπετεύσεις δ., τις οποίες ακολούθησαν μετατοπίσεις των πληθυσμών τους στις πόλεις και απελευθερώσεις τους (ιδιαίτερα γενναιόδωρες από την πλευρά της Εκκλησίας). Η διαδικασία απελευθέρωσης με τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών ενισχύθηκε σημαντικά κατά την περίοδο των κοινοτήτων. Παρ’ όλα αυτά η δουλοπαροικία δεν εξαφανίστηκε παρά μόνο στο τέλος του Μεσαίωνα στη δυτική Ευρώπη και πολύ αργότερα στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Στη Ρωσία, όπου εμφανίστηκε και διατηρήθηκε υπό ιδιαίτερες συνθήκες, που διέφεραν από αυτές άλλων χωρών, η χειραφέτηση των δ. συντελέστηκε μόνο κατά το 1861, με διάταγμα του τσάρου Αλέξανδρου Β’.
Dictionary of Greek. 2013.